γλείφω — γλείφω, έγλειψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… … Dictionary of Greek
γλείφω — έγλειψα, γλείφτηκα, γλειμμένος 1. σέρνω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι για να το γευτώ ή να το καθαρίσω ή να το χαϊδέψω: Έγλειφε λαίμαργα το παγωτό. 2. μτφ., κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον: Γλείφει τους βουλευτές για να τον διορίσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλείχω — ΝΑ γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα αρχ. 1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς 2. τρώω κάτι γλείφοντάς το. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αναγλείφω — 1. γλείφω κάτι με τη γλώσσα μου 2. (ενεργ. και μέσ.) α) γλείφω τα χείλη με τη γλώσσα μου βλέποντας ή επιθυμώντας να φάω κάτι, ξερογλείφομαι β) επιθυμώ κάτι υπερβολικά 3. (για πήλινα δοχεία ή τοίχους) αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλείφω … Dictionary of Greek
λαφύσσω — λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α) 1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω 3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω 4. μέσ. λαφύσσομαι (για… … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
υπολείχω — Α γλείφω αποκάτω ή γλείφω χαμηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
γλείψιμο — το [γλείφω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού γλείφω* 2. η κολακεία … Dictionary of Greek
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
επιλείχω — ἐπιλείχω (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek